- ωτολογικός
- η , ό[ν] отологический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ωτολογικός — ή, ό, Ν [ωτολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωτολογία … Dictionary of Greek